Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

) η προαγωγή

  • 1 продвижение

    продвижение с 1) η προώθηση, το προχώρημα 2) (по службе ) η προαγωγή
    * * *
    с
    1) η προώθηση, το προχώρημα
    2) ( по службе) η προαγωγή

    Русско-греческий словарь > продвижение

  • 2 повышение

    повышение
    с
    1. (высокое место) ἡ ὕψωση, τό ἀνέβασμα·
    2. (увеличение) ἡ αὐξηση [-ις]:
    \повышение производительности труда τό ἀνέβασμα τής παραγωγικότητας τής ἐργασίας· \повышение цен ἡ ὕψωση [-ις] τῶν τιμῶν
    3. (по службе) ἡ προαγωγή, ὁ προβιβα-σμός:
    он получил \повышение πήρε προαγωγή, πήρε προβιβασμό.

    Русско-новогреческий словарь > повышение

  • 3 перевод

    α.
    1. μετακίνηση, μεταφορά• μετατόπιση.
    2. μετάθεση•

    перевод по службе μετάθεση υπηρεσιακή.

    4. προαγωγή, προβίβαση•

    перевод в пятый класс προαγωγή στην πέμπτη τάξη.

    5. μετάφραση•

    перевод с греческого языка на русский μετάφραση από τα ελληνικά στα ρωσικά.

    6. αποστολή χρημάτων (μέσω οργανισμών).
    7. σπατάλη.
    8. το κλειδί της σιδηρ. γραμμής.
    εκφρ.
    нет -у ή – πάντοτε κάτι θα υπάρχει (δεν εξαντλείται εντελώς).

    Большой русско-греческий словарь > перевод

  • 4 повышение

    ουδ. (αν)ύψωση• ανέβασμα, αύξηση άνοδος•

    повышение цен άνοδος των τιμών•

    повышение требований αύζηση των απαιτήσεων ή διεκδι-.κήσεων•

    повышение голоса ύψωση της φωνής.

    || προαγωγή•

    получить повышение по службе παίρνω προαγωγή, προάγομαι στην υπηρεσία.

    || ύψωμα, υψηλή τοποθεσία.

    Большой русско-греческий словарь > повышение

  • 5 производство

    ουδ.
    1. διεξαγωγή•

    производство выборов διεξαγωγή εκλογών•

    производство предварительного следствия διεξαγωγή προανάκρισης•

    производство опыта διεξαγωγή πειράματος.•

    2. παραγωγή•

    средства -а τά μέσα παραγωγής•

    производство стали παραγωγή ατσαλιού•

    производство бумаги παραγωγή χαρτιού•

    текстильное производство παραγωγή υφασμάτων•

    промышленное производство βιομηχανική παραγωγή•

    производство зерна παραγωγή δημητριακών.

    3. προβίβαση, προαγωγή•

    производство в майор προαγωγή σε ταγματάρχη.

    Большой русско-греческий словарь > производство

  • 6 возведение

    возведение
    с
    1. (сооружения) ἡ ἀνέ-γερση [-ις], ἡ ὁακοδόμηση [-ις]:
    \возведение стены ἡ ἀνέγερση τοίχου·
    2. (в сан, в должность) ἡ ἀπονομή τίτλου, ἡ προαγωγή, ὁ προβιβασμός, τό ἀνέβασμα·
    3. мат ἡ ὕψωση:
    \возведение в квадрат (в куб) ἡ ὕψωση εἰς τό τετράγωνο[ν] (είς τόν κῦβο[ν])· ◊ \возведение на престол ἡ ἐνθρόνιση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > возведение

  • 7 выдвижение

    выдвижение
    с ἡ προαγωγή, ἡ προώθηση/ ἡ πρόταση, ἡ ἀνάδειξη [-ις] (на должность)/ ἡ ὑποβολή (кандидатуры, предложения)/ ἡ προβολή (довода).

    Русско-новогреческий словарь > выдвижение

  • 8 продвижение

    продвижение
    с
    1. ἡ προχώρηση [-ις], ἡ προ προώθηση [-ις]/ воен. ἡ προέλαση [-ις]:
    задержать \продвижение неприятеля ἀναχαιτίζω τήν προέλαση τοῦ ἐχθροῦ·
    2. (по службе) ἡ προαγωγή, ὁ προβιβασμός. продви́нуть(ся) сов см. продвигать (-СЯ).

    Русско-новогреческий словарь > продвижение

  • 9 выдвижение

    [βυντβιζένιιε] ουσ θ. προαγωγή

    Русско-греческий новый словарь > выдвижение

  • 10 выдвижение

    [βυντβιζένιιε] ουσ θ. προαγωγή

    Русско-греческий новый словарь > выдвижение

  • 11 продвижение

    [πραντβιζένυε] ουσ. ο. προώθηση, προαγωγή

    Русско-греческий новый словарь > продвижение

  • 12 выдвижение

    [βυντβιζένιιε] ουσ θ. προαγωγή

    Русско-эллинский словарь > выдвижение

  • 13 выдвижение

    [βυντβιζένιιε] ουσ θ. προαγωγή

    Русско-эллинский словарь > выдвижение

  • 14 продвижение

    [πραντβιζένυε] ουσ ο προώθηση, προαγωγή

    Русско-эллинский словарь > продвижение

  • 15 возведение

    ουδ.
    1. ανέγερση•

    возведение здания ανέγερση κτιρίου.

    || ανύψωση, σήκωμα.
    2. μτφ. προαγωγή, προβίβαση. || ανέβασμα, αναγωγή.
    3. μαθ. ύψωση•

    возведение в квадрат ύψωση στο τετράγωνο.

    Большой русско-греческий словарь > возведение

  • 16 второгодничество

    ουδ.
    στασιμότητα (η μη προαγωγή) μαθητών.

    Большой русско-греческий словарь > второгодничество

  • 17 выдвижение

    ουδ.
    προώθηση• ανάδειξη• προαγωγή, προβολή•

    выдвижение кандидатов в депутаты ανάδειξη υποψηφίων αντιπροσώπων (βουλευτών).

    Большой русско-греческий словарь > выдвижение

  • 18 домогаться

    ρ.δ.
    επιδιώκω, κυνηγώ, επιζητώ επίμονα, τρώγομαι• αποβλέπω, εποφθαλμιώ•

    власти επιδιώκω να πάρω την εξουσία•

    домогаться признания επιζητώ την αναγνώριση•

    домогаться повышение по службе επιδιώκω επίμονα την προαγωγή στην υπηρεσία•

    он долго -лся этого места από καιρό αυτός κυνηγούσε αυτή τη θέση•

    домогаться известной должности εποφθαλμιώ περίφημο αξίωμα•

    -почестей επιζητώ τιμές.

    Большой русско-греческий словарь > домогаться

  • 19 мариновать

    -ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. маринованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. αλμεύω, μαρινάρω.
    2. μτφ. καθυστερώ σκόπιμα, βάζω στο χρονοντούλαπο. || καθηλώνω, εμποδίζω την ανάπτυξη, την εξέλιξη, την προαγωγή.
    μαρινάρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > мариновать

  • 20 продвижение

    ουδ.
    1. προώθηση, σπρώξιμο, μετακίνηση• πέρασμα
    2. προαγωγή, προβιβαση.

    Большой русско-греческий словарь > продвижение

См. также в других словарях:

  • προαγωγή — leading on fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγή — η, ΝΜΑ [προάγω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προάγω, πρόοδος, βελτίωση, ανάπτυξη («η κυβέρνηση εξετάζει τα μέτρα που θα συντελέσουν στην προαγωγή τού εκπαιδευτικού συστήματος») νεοελλ. 1. κατάληψη ανώτερης διοικητικής θέσης σε μια ιεραρχία,… …   Dictionary of Greek

  • προαγωγῇ — προαγωγῆι , προαγωγεύς masc dat sg (epic ionic) προαγωγή leading on fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγή — η πρόοδος, προβιβασμός, άνοδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προαγωγαῖς — προαγωγή leading on fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγαί — προαγωγή leading on fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγήν — προαγωγή leading on fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγῶν — προαγωγή leading on fem gen pl προαγωγός leading on masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστροπεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μ. θεωρείται κάθε πράξη που αποβλέπει στη διαφθορά της νεότητας και στην ενίσχυση της πορνείας. Οι ερμηνευτές του Ειδικού Ποινικού Δικαίου διακρίνουν τη μ. σε δυο κύριες κατηγορίες, στην απλή και στη… …   Dictionary of Greek

  • προαγωγικός — ή, ό / προαγωγικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαγωγή («προαγωγικές εξετάσεις») αρχ. 1. ο επιτήδειος, ικανός στην προαγωγεία, στη μαστροπεία 2. αυτός που οδηγεί προς τα εμπρός, αυτός που συντελεί στην πρόοδο. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»